Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

helping to


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο helping παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: to
Σε αυτή τη σελίδα: helping, help

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
helping n (food: serving)μερίδα ουσ θηλ
 I'd like a large helping of apple pie.
 Θα ήθελα μια μεγάλη μερίδα μηλόπιτα.
helping of [sth] n (portion, share)μερίδα ουσ θηλ
 Can I have another helping of mashed potatoes?
 Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα πουρέ;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
help [sb] vtr (assist)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  (επίσημο: κάποιον)συντρέχω ρ μ
  (λόγιος)επικουρώ ρ μ
 I could do the housework much more quickly if you helped me.
 Θα μπορούσα να κάνω τις δουλειές του σπιτιού πολύ πιο γρήγορα εάν με βοηθούσες.
help [sb] with [sth] vtr + prep (assist with)βοηθάω κπ με κτ, βοηθώ κπ με κτ ρ μ + πρόθ
 Can you help me with my homework?
 Μπορείς να με βοηθήσεις με τα μαθήματά μου;
help [sb] do [sth],
help [sb] to do [sth]
v expr
(assist in doing)βοηθάω κπ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ έκφρ
 Paul helped me start my car.
 I helped an elderly lady to cross the road.
 Ο Παύλος με βοήθησε να βάλω μπρος το αυτοκίνητό μου. // Βοήθησα μια ηλικιωμένη κυρία να περάσει τον δρόμο.
help [sb] vtr (save, rescue)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  (επίσημο)συντρέχω ρ μ
 Help him! He's having a heart attack!
 Βοήθησέ τον! Παθαίνει καρδιακή προσβολή!
help [sth] vtr (improve)βελτιώνω ρ μ
 Just ten minutes of study a day could really help your French.
 Μόνο δέκα λεπτά μελέτη την ημέρα θα βελτίωναν πραγματικά τα γαλλικά σου.
help [sth] vtr (relieve)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  ανακουφίζω ρ μ
 This syrup might help your sore throat.
 Αυτό το σιρόπι ίσως ανακουφίσει τον πονεμένο σου λαιμό.
help [sth],
help [sth] to do [sth]
vtr
(facilitate) (κτ, σε κτ)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  (λόγιος)επικουρώ ρ μ
 Fibre helps digestion.
 Οι φυτικές ίνες βοηθάνε στη χώνεψη.
help [sb/sth] vtr (be useful to)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
 A little bit of salt would help his cooking.
 You could help me by holding up the other end of the table.
 Λιγάκι αλάτι θα βοηθούσε την μαγειρική του. // Θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το να σηκώσεις την άλλη άκρη του τραπεζιού.
help vi (give aid)βοηθάω, βοηθώ ρ αμ
  (επίσημο)συντρέχω ρ μ
  (λόγιος)επικουρώ ρ μ
 We ask all those who can to help.
 Ζητάμε να βοηθήσουν όλοι όσοι μπορούν.
 Ζητάμε να συντρέξουν όλοι όσοι μπορούν.
 Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν.
help with [sth] vi + prep (give assistance with)βοηθώ με κτ ρ αμ + πρόθ
 We are looking for volunteers to help with sports coaching.
Help! interj (call for assistance)Βοήθεια! επιφ
 Help! I can't move!
 Βοήθεια! Δεν μπορώ να κουνηθώ!
help n (assistance) (πράξη)βοήθεια ουσ θηλ
  (επίσημο)συνδρομή ουσ θηλ
  (λόγιος)αρωγή, επικουρία ουσ, θηλ
 Louise was in need of some help.
 Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
help n (aid) (υποστήριξη)βοήθεια ουσ θηλ
  (λόγιος)επικουρία, αρωγή ουσ θηλ
  συνδρομή ουσ θηλ
 Dictionaries can be of some help when writing essays.
 Τα λεξικά μπορούν να προσφέρουν κάποια βοήθεια στο γράψιμο μιας έκθεσης.
 Τα λεξικά μπορούν να προσφέρουν κάποια επικουρία (or: αρωγή) στο γράψιμο μιας έκθεσης.
 Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική.
help n informal ([sb] who helps)συμπαραστάτης, συμπαραστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 She was a great help.
 Ήταν μεγάλη συμπαραστάτρια.
help n uncountable (employees, assistants)βοηθός ουσ αρσ/θηλ
  βοηθητικό προσωπικό φρ ως ουσ ουδ
  υπάλληλοι ουσ αρσ/θηλ
 We have too much work on. We'll have to hire some help.
help n (relief)ανακούφιση ουσ θηλ
 A hot bath will be a great help to your sore back.
help n (employee, assistant)βοηθός ουσ αρσ/θηλ
  υπάλληλος ουσ αρσ/θηλ
 The hired help isn't very good. He broke three of my best plates while he was washing up.
the help npl dated (people employed in [sb]'s home)οι υπηρέτες άρθ ορ + ουσ αρσ πλ
  το υπηρετικό προσωπικό φρ ως ουσ ουδ
  η υπηρεσία άρθ ορ + ουσ θηλ
 Don't worry about clearing the plates away; I'll get the help to do it.
help [sth],
help doing [sth]
vtr
informal (avoid, prevent) (να κάνω κτ)σταματάω, σταματώ, παύω ρ μ
  αποφεύγω ρ μ
  αδυνατώ ρ μ
 I can't help thinking she was right all along.
help [sb] vtr (provide with support)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  (επίσημο)συντρέχω ρ μ
 She really helped me when I was at my lowest point.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
help | helping
ΑγγλικάΕλληνικά
help [sth/sb] along vtr phrasal sep (give assistance to)βοηθώ ρ μ
help out vi phrasal (give assistance)βοηθώ ρ μ
 He said he'd help out with moving the furniture, but in the end he never turned up.
 Είπε πως θα βοηθούσε στη μετακίνηση των επίπλων, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ.
help [sb] out,
help out [sb]
vtr phrasal sep
(give assistance to)βοηθώ ρ μ
 I'd like to help you out, but I'm short of money myself at the moment.
 Θα ήθελα να σε βοηθήσω, αλλά αυτή τη στιγμή έχω ξεμείνει και εγώ από χρήματα.
turn to [sb],
turn to [sb] for help
vtr phrasal insep
(seek help from [sb])καταφεύγω σε κπ ρ αμ + πρόθ
  απευθύνομαι σε κπ ρ αμ + πρόθ
  προστρέχω σε κπ ρ αμ + πρόθ
 I'm in such a bad situation that I don't know who to turn to.
 Don't turn to him for help, he can't be trusted.
 Είμαι σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν ξέρω σε ποιον να καταφύγω. // Μην καταφύγεις σε αυτόν για βοήθεια. Δε μπορείς να τον εμπιστευτείς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
helping | help
ΑγγλικάΕλληνικά
give [sb] a helping hand,
give a helping hand to [sb]
v expr
(assist, help)βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω ρ μ
 You should give a helping hand to the needy.
have another helping,
have a second helping
v expr
(receive additional serving of [sth])τρώω άλλη μια μερίδα έκφρ
  (ερώτηση)έχω άλλη μια μερίδα έκφρ
 That pudding was delicious. Can I have another helping, please?
 Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ;
helping hand n (assistance)χείρα βοηθείας έκφρ
 I shall never forget the helping hand you offered me in my time of trouble.
helping out n (act of giving assistance)βοήθεια ουσ θηλ
second helping (of [sth]) n (food: another serving)δεύτερη μερίδα επίθ + ουσ θηλ
  δεύτερο πιάτο επίθ + ουσ ουδ
 I was so hungry, I had a second helping of stew.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'helping to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση helping to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «helping to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!